- ζῳοφαγία
- ζῳοφᾰγ-ία, ἡ,A a living on animal food, ib.628b13, Porph.Abst.2.27, 4.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῳοφαγία — ζῳοφαγίᾱ , ζῳοφαγία a living on animal food fem nom/voc/acc dual ζῳοφαγίᾱ , ζῳοφαγία a living on animal food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — η το να τρώει κανείς κρέατα ζώων ή ζωικές τροφές, η κρεοφαγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοφαγίας — ζῳοφαγίᾱς , ζῳοφαγία a living on animal food fem acc pl ζῳοφαγίᾱς , ζῳοφαγία a living on animal food fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφαγίαν — ζῳοφαγίᾱν , ζῳοφαγία a living on animal food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφαγικός — ή, ό [ζωοφαγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοφαγία … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek